πασκίζω

πασκίζω
πασκίζω και πασχίζω πάσκισα, καταβάλλω προσπάθεια, προσπαθώ, αγωνίζομαι, φροντίζω: Πασκίζει να μορφωθεί δουλεύοντας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πασκίζω — πασχίζω και πασκίζω, πάσχισα και πάσκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πασκίζω — βλ. πασχίζω …   Dictionary of Greek

  • βοσκίζω — βόσκω, τρέφω ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον σε ισα αόρ. των ρημάτων σε ίζω (πρβλ. πάσχω επάσκησα πασκίζω)] …   Dictionary of Greek

  • πασχίζω — ΝΜ και πασκίζω, Ν καταθάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχω κάτι, μοχθώ («πασχίζω να τελειώσω μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπάσχισα / ἐπάσκισα, νεώτ. αόρ. τού πάσχω / πάσκω, κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. χάσκω > ἐχάσκισα… …   Dictionary of Greek

  • πασχίζω — και πασκίζω, πάσχισα και πάσκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πασχίζω — βλ. πασκίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”